- σταβλ-
- см. σταυλ\
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καμπίτης — καμπίτης, ὁ (Μ) μονομάχος, αυτός που ασχολούνταν επαγγελματικά με τη μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπος (I) με τη μσν. σημασία «πεδίο μάχης» (< λατ. campus, πρβλ. και campester με τη σημασία «αθλητικός» < campus [Martius] «Πεδίο τού Άρεως»,… … Dictionary of Greek